- κροκόδειλος
- κροκόδειλος, ο και κορκόδειλος, ομεγάλο ερπετό της οικογένειας κροκοδειλίδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κροκόδειλος — hzard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόδειλος — και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος) σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό τής τάξης κροκοδείλια αρχ. διάφορα είδη σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό διλος πιθ … Dictionary of Greek
κροκοδείλοις — κροκόδειλος hzard masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκοδείλοισι — κροκόδειλος hzard masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκοδείλου — κροκόδειλος hzard masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκοδείλους — κροκόδειλος hzard masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκοδείλων — κροκόδειλος hzard masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκοδείλῳ — κροκόδειλος hzard masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόδειλοι — κροκόδειλος hzard masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόδειλον — κροκόδειλος hzard masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)